- εἰκονικῇ
- εἰκονικόςrepresenting a figurefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰκονική — εἰκονικός representing a figure fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Олимпийский музей (Салоники) — Фасад здания музея … Википедия
εικονικός — ή, ό (AM εἰκονικός, ή, όν) ο φαινομενικός και όχι πραγματικός, πλαστός («εικονική πώληση») αρχ. μσν. αυτός που απεικονίζει τη μορφή κάποιου αρχ. αυτός που αναφέρεται σε εικόνες ή χρησιμοποιεί εικόνες («εἰκονικὴ φαντασία», «εἰκονικὸς διάκοσμος») … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αναπαράσταση — η 1. η εκ νέου παράσταση, αποτύπωση, επανάληψη ή αφήγηση κάποιου γεγονότος, «αναπαράσταση αρχαίου ναού (κτηρίου κ.λπ.)» 2. ζωγραφική ή πλαστική απεικόνιση τού κτηρίου, όπως αυτό ήταν κατά την αρχαιότητα, επί τη βάσει τών ερειπίων ή τών… … Dictionary of Greek
ανθιππασία — ἀνθιππασία, η (Α) εικονική, πλαστή μάχη με άλογα που γίνεται ως άσκηση … Dictionary of Greek
εικονικότητα — η 1. η ιδιότητα τού εικονικού, η πλασματική υπόσταση 2. φρ. «εικονική δικαιοπραξία» εκούσια διάσταση δηλώσεως και βουλήσεως σε δικαιοπραξία … Dictionary of Greek
ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… … Dictionary of Greek
πλοιαφέσια — τὰ, Α εορτή τών ναυτιλλομένων, την οποία τελούσαν προς τιμήν τής Ίσιδος και κατά την οποία γινόταν εικονική ναυσιπλοΐα και μεταφορά πάνω σε ιδιαίτερο πλοίο και με συνοδεία πομπής τού αγάλματος τής θεάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῖον + ἄφεσις «απαλλαγή,… … Dictionary of Greek
πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… … Dictionary of Greek